απομαχικός

απομαχικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στους απόμαχους: Για τους απόμαχους της θάλασσας υπάρχει το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απομαχικός — ή, ό σχετικός με τους απομάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόμαχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”